- αλερετούρ
- (λ. γαλλ.), εισιτήριο μετάβασης σε έναν προορισμό και επιστροφής απ’ αυτόν: Πήρα εισιτήρια αλερετούρ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.